μαγούλα

μαγούλα
η
1. μεγάλο μάγουλο: Έτρωγε συνέχεια και έκανε μαγούλες.
2. μτφ., μικρό ύψωμα του εδάφους, λόφος: Η περιοχή ήταν γεμάτη μαγούλες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Μαγούλα — Sp Magulà Ap Μαγούλα/Magoula L Euboja, C ir P Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • μαγούλα — Ονομασία δεκατριών οικισμών. 1. Πεδινή κωμόπολη (υψόμ. 60 μ., 3.728 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεγαρίδας της νομαρχίας Δυτικής Αττικής. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, στην πεδιάδα της Ελευσίνας, 24 χλμ. ΒΔ της πρωτεύουσας. Αποτελεί έδρα της… …   Dictionary of Greek

  • Λαρίσης, νομός — Διοικητική διαίρεση (5.555 τ. χλμ., 279.305 κάτ.) της περιφέρειας Θεσσαλίας, στο βορειοανατολικό της τμήμα. Συνορεύει στα Β με τους νομούς Πιερίας και Κοζάνης, στα Δ με τους νομούς Γρεβενών, Τρικάλων και Καρδίτσης, στα Ν με τους νομούς Φθιώτιδος… …   Dictionary of Greek

  • Θεσσαλία — I Ιστορική γεωγραφική περιοχή και περιφέρεια (13.903 τ. χλμ., 753.888 κάτ.) της ηπειρωτικής Ελλάδας. Στα Α συνορεύει με τη δυτική Μακεδονία, στα Δ με την Ήπειρο, στα Ν με τη Στερεά Ελλάδα, και στα Α βρέχεται από το Αιγαίο πέλαγος. Η Θ. διαιρείται …   Dictionary of Greek

  • νεολιθική εποχή — Η περίοδος της προϊστορίας από το 7000 π.Χ. έως περίπου το 2000 π.Χ., κατά τη διάρκεια της οποίας ο άνθρωπος, περνώντας από το θηρευτικό στο γεωργικό στάδιο, θεμελίωσε αργά και μεθοδικά τον πολιτικό του βίο πάνω στη νέα παραγωγική οικονομία και… …   Dictionary of Greek

  • Magoula, Attica — Magoula Μαγούλα Location …   Wikipedia

  • Magoula — For other uses, see Magoula (disambiguation). Magoula Μαγούλα Location …   Wikipedia

  • Magoula — 37° 04′ 00″ N 22° 24′ 00″ E / 37.0666667, 22.4 …   Wikipédia en Français

  • αισθητική — I (Φιλοσ.). Φιλοσοφικός κλάδος που ασχολείται με την τέχνη, επιδιώκοντας να προσδιορίσει την ουσία, τον χαρακτήρα και τις σχέσεις της με τις άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες. Ο ορισμός της φιλοσοφίας της τέχνης ως α. είναι δημιούργημα των νεότερων …   Dictionary of Greek

  • γενιά — Το σύνολο των τριχών που φυτρώνουν στα μάγουλα και στο πιγούνι των ανδρών. Δεν είναι εξακριβωμένη η εποχή κατά την οποία ο άνθρωπος άρχισε να ξυρίζεται, αλλά τα αιγυπτιακά μνημεία των πρώτων δυναστειών που απεικονίζουν πρόσωπα τελείως ξυρισμένα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”